Λυσικράτης

Λυσικράτης
Λυσικράτης
masc acc pl (attic epic doric)
Λυσικράτης
masc nom/voc pl (doric aeolic)
Λυσικράτης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Λυσικράτη — Λυσικράτης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Λυσικράτης masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυσικράτην — Λυσικράτης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυσικράτους — Λυσικράτης masc gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυσικράτη, μνημείο του- — Μνημείο της αρχαίας Αθήνας, χορηγός του οποίου υπήρξε ο Αθηναίος πολίτης Λυσικράτης (4ος αι. π.Χ.). Η ανέγερσή του χρονολογείται στο 335/4 π.Χ. Πάνω σε αυτό τοποθετήθηκε ένας χάλκινος τρίποδας με τον οποίο είχε βραβευθεί ο Λυσικράτης. Το μνημείο… …   Dictionary of Greek

  • ЛИСИКРАТ —    • Lysicrătes,          Λυσικράτης, афинский хороначальник, в честь которого был воздвигнут памятник, сохранившийся до настоящего времени, хотя и не вполне. Поставлен этот памятник по следующему обстоятельству. От каждой филы в трагические и… …   Реальный словарь классических древностей

  • Карийский язык — Регионы: Кария Вымер: начало н.э …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”